Λεξικό

Υπάρχουν 69 εγγραφές στον κατάλογο
Θαλά / θα λαΜόριο
Θα. ΄΄Θα λα είχαμε σπείρει τώρα, αν είχε βρέξει πιο νωρίτερα.΄΄

Θάμα (το)Ουσιαστικό
Το θαύμα. ΄΄ Μεγάλο θάμα, γίνηκε.΄΄

ΘαματουργόΕπίθετο
Θαυματουργό.

ΘαμπίζωΡήμα
Μόλις που βλέπω, βλέπω θαμπά ΄΄ Θαμπίζω ακόμα λιγουλάκι.΄΄

ΘαμπόςΕπίθετο
Αμυδρός. Μόλις που διακρίνεται.

ΘαμποχαράζειΡήμα
Γλυκοχαράζει το πρωϊνό.

Θανατίκια (τα)Ουσιαστικό
  1. Τα έξοδα για την ταφή. ΄΄ Να "χω δυο δραχμές στην πάντα για τα θανατίκια μου.΄΄
    Μόνο στον πληθυντικό.
  2. Τα ρούχα του νεκρού (αλλαξιά, σάβανο, σεντόνι ) ΄΄Έχω έτοιμα τα θανατίκια μου.΄΄

Θανατικό (το)Ουσιαστικό
Θανατηφόρα επιδημίας, λοιμός. ΄΄ Το 18 έπεσε μεγάλο θανατικό.΄΄

Θανή (η)Ουσιαστικό
Ο θάνατος.

ΘάρρειεςΕπίρρημα
Νόμιζες. ΄΄ Εσύ θάρρειες πως θα γλίτωνες.΄΄

Θάρρετα (τα)Ουσιαστικό
Το θάρρος. ΄΄Πολλά θάρρετα πήρες, για μαζώξου λίγο, γιατί θα ΄χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.΄΄

ΘαρρετάΕπίρρημα
Με θάρρος και παρρησία

ΘαρρεύουμαιΡήμα
Παίρνω θάρρος.

ΘαρρώΡήμα
  1. Υποθέτω, νομίζω. ΄΄Θάρρεψε πως ήσαντε Στροζοβινοί και μας είδανε και το ΄βαλε στα πόδια.΄΄

Θειά (η)Ουσιαστικό
Η θεία.

Θειακούλα / θείτσα (η)Ουσιαστικό
Η θεία. Προσφώνηση για να δείξουμε αγάπη και οικειότητα.

Θέλημα (το)Ουσιαστικό
  1. Παραγγελία, εξυπηρέτηση. ΄΄ Ε! συ Ηλία, έλα να μου κάνεις ένα θέλημα΄΄ .
  2. Όταν ήθελαν να κάνουν κάτι χωρίς να μαθευτεί, έλεγαν: ΄΄ Πάω να κάνω ένα θέλημα.΄΄
  3. Επιθυμία, απόφαση. ΄΄ Ήτανε θέλημα θεού ...΄΄

Θελομπούρα (η)Ουσιαστικό
Το πολύ θολό υγρό. Συνήθως νερό ή κρασί.

ΘελόςΕπίθετο
Θολός. Θαμπός, όχι διαυγής. ΄΄Θελό πάει το ποτάμι.΄΄

Θελόσταχτη (η)Ουσιαστικό
Το διάλυμα στάχτης σε νερό. Η αλισίβα. Την χρησιμοποιούσαν σε γλυκίσματα και για το πλύσιμο των ρούχων.

ΘέλωΡήμα
  1. Χρωστάω. Οφείλω. ΄΄ Μπαρμα - Θοδωρή εμείς έχουμε ένα νιτερέσιο. Για τήρα τον τεσκερέ σου, 250 φράγκα δεν σου θέλω ακόμη;΄΄
  2. Επιθυμώ.

ΘελώνωΡήμα
Θολώνω.

ΘέμεΡήμα
θέλουμε.

Θεμωνιά (η)Ουσιαστικό
Η θημωνιά. Ο σωρός από τα δεμάτια σιταριού, βρόμης, κριθαριού, που είναι συγκεντρωμένα για αλώνισμα.

Θενά / θε να
Θα. ΄΄ Θενά ΄"ρθει ένας καιρός και τότε θα με θυμηθείς.΄΄

Θεό (στο)έκφραση
Πολύ ψηλά ΄΄Το "φτασες στο θεό, κάνε κράτει.΄΄

ΘεοκαλιέμαιΡήμα
Προσεύχομαι. Κάνω παράκληση, ικεσία στο Θεό για να πάθει ζημιά, κακό ο εχθρός μου.

Θεομπαίχτης (ο)Ουσιαστικό
Αυτός που παίζει ακόμη και με τα θεία, ο απατεώνας.

Θεούρι / θεούριοΟυσιαστικό / Επίθετο
Ττεράστιο, υπερβολικά μεγάλο. ΄΄Κειπάνου στη βρύση είναι μια θεούρια λεύκα.΄΄

Θεραπαή (η)Ουσιαστικό
Η θεραπεία, η γιατριά. ΄΄Βρήκα τη θεραπαή μου΄΄

Θεριακλής (ο)Ουσιαστικό
Ο μανιώδης καπνιστής καθώς και αυτός που του αρέσει υπερβολικά ο καφές ή το ποτό.

θεριακωμένοςΜετοχή
  1. Ο μεγαλόσωμος , ικανότατος, επιβλητικός, ψηλός άνθρωπος.
  2. Αυτός που έχει μεγαλώσει αρκετά. ΄΄ Θεριακωμένο παλικάρι εσύ και κλαις για τη μάνα σου.΄΄

ΘεριεύωΡήμα
Μεγαλώνω πολύ, παίρνω ύψος ή βάρος. ΄΄ Θεριέψανε τα κλαριά έκλεισε ο τόπος.΄΄ ΄΄ Εκείνο μέχρι τα πέρσι ήταν ένα κακαντράκι. Πώς θέριεψε έτσι; Άντρας έγινε.΄΄

ΘερίζωΡήμα
  1. Κόβω τα στάχυα με το δραπάνι ή με μηχανή.
  2. Πρόκληση πόνου ή διάρροιας ΄΄ Κάτι έφαγα και μου θέρισε το στομάχι. Κάθε τρις και λίγο είμαι στην τουαλέτα.΄΄
  3. Σκοτώνω πολλούς. ΄΄ Του έφυγε τ" αμάξι, έπεσε απάνω τους και θέρισε πολλούς.΄΄

Θεριό (το)Ουσιαστικό
  1. Το θηρίο. (Λιοντάρι, αρκούδα κλπ.).
  2. Ο πολύ άγριος , κακός. ΄΄ Θεριό ανήμερο έγινε μόλις έμαθε τα νέα .΄΄

Θεριστής (ο)Ουσιαστικό
Ο μήνας του θερισμού, ο Ιούνιος.

ΘερμαίνομαιΡήμα
Έχω θέρμες, ρίγη, υψηλό πυρετό.

Θέρμη (η)Ουσιαστικό
  1. Ο πυρετός.
  2. Η ελονοσία.

ΘερμοπαρακαλώΡήμα
Ικετεύω

ΘερμόςΕπίθετο
Το καυτό νερό.

θέρος (το / ο)Ουσιαστικό
  1. Το καλοκαίρι.
  2. Ο θερισμός ΄΄ Αύριο ξεκινάμε θέρο, έγινε το γέννημα.΄΄

Θηκάρι (το)Ουσιαστικό
Η θήκη για το μαχαίρι.

ΘηκιάζωΡήμα
Γεμίζω ένα δοχείο ή τσουβάλι, πιέζοντας το περιεχόμενο για να χωρέσει αρκετό.

Θηλιά (η)Ουσιαστικό
  1. Η θηλιά της κότας. Διχαλωτό κόκαλο που βρίσκεται στο στήθος της. Αποτελείται από δύο άνισα οστά ενωμένα στη μία τους άκρη. Με το κοκαλάκι αυτό προέβλεπαν το φύλλο του παιδιού κάποιας συγγενής τους που ήταν έγκυος. Αυτό γινόταν ως εξής: α) Έπιαναν τα κοκαλάκια και τα τραβούσαν μέχρι να σπάσει κάποιο. Αν έσπαζε το μεγάλο θα γεννιόταν κορίτσι. Αν έσπαζε το μικρό αγόρι. β) Έβαζαν το κόκαλο πάνω σε ζεστή στάχτη στο τζάκι. Αν τα κόκκαλα πλησίαζαν μεταξύ τους θα γεννιόταν αγόρι, αν όμως απομακρύνονταν, κορίτσι.
  2. Φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τον πιέζω. ΄΄ Θηλιά στο λαιμό μου βάνεις. Δεν έχω τώρα. Θα στα δώκω όταν μας πληρώσει ο μπακάλης το γάλα.΄΄
  3. Είδος κόμπου φτιαγμένος συνήθως με σκοινί, που ανοίγει και κλείνει εύκολα.

ΘηλιάζωΡήμα
Μετατρέπω νήμα από κουβάρια σε θηλιές.

Θηλύκι (το)Ουσιαστικό
Κουμπότρυπα κατασκευασμένη με κλωστή, της οποίας μόνο οι δυο άκρες ράβονταν πάνω στο ύφασμα.

ΘηλυκώνωΡήμα
Κουμπώνω. ΄΄ Κουμπώσου λίγο. Πού πας έτσι ξεθηλύκωτη;΄΄

θλίβουμαιΡήμα
θλίβομαι. Στεναχωριέμαι.

Θουρίδα (η)Ουσιαστικό
Θυρίδα. Εσοχή μικρών διαστάσεων στον τοίχο.

Θράκα (η)Ουσιαστικό
Ο σωρός από τα αναμμένα κάρβουνα.

Θρακόβολη (η)Ουσιαστικό
Μικρά σε μέγεθος κάρβουνα μαζί με τη στάχτη.

Θρασίμι (το)Ουσιαστικό
  1. Ο θρασύδειλος, ο άχρηστος, το ψοφίμι.
  2. Ο ύπουλος

ΘράσιοςΕπίθετο
  1. Ο αδικοχαμένος. χαραμισμένος ΄΄ Θράσιος πήγε, σα το σκυλί στ" αμπέλι.΄΄
  2. Άνοστος, ανάλατος, άγευστος. ΄΄Θράσιο ολότελα είναι το κρέας που μαγέρεψες.΄΄

Θρέμπελα???
Άγνωστη λέξη. ΄΄Έφαγα τα θρέμπελα. ΄΄ Ψάχνω κάτι επίμονα, αναστάτωσα τα πάντα για να το εντοπίσω.

Θρεφτάρι (το)Ουσιαστικό
Το ζώο που μεγαλώνει στο σπίτι. Το οικόσιτο.

ΘρέφωΡήμα
  1. Τρέφω, ανατρέφω. ΄΄ Κάνω δυο δουλειές. Έχω τόσα στόματα να θρέψω.΄΄
  2. ΄΄ Θρέφει νιάτα.΄΄ Η φράση λέγεται ειρωνικά για τους τεμπέληδες και τους αργόσχολους. Γι" αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο εκτός από την καλοπέρασή τους.

ΘρονιάζομαιΡήμα
Κάθομαι σε θρόνο. Στρογγυλοκάθομαι. Βολεύομαι

Θρούμπι (το)Ουσιαστικό
Πλήρης, ολοκληρωτική καταστροφή της περιουσίας. ΄΄Πάει, έγινε θρούμπι..΄΄

Θροφή (η)Ουσιαστικό
Η τροφή.

Θρύψιαλα (τα)Ουσιαστικό
Τα μικρά σπασμένα κομματάκια.

Θυγατέρα / Δυχατέρα (η)Ουσιαστικό
Η κόρη.

Θυμητικό (το)Ουσιαστικό
Η ισχυρή μνήμη. ΄΄Πάει καλά, έχει γερό θυμητικό!.΄΄

Θυμίαμα (το)Ουσιαστικό
Το άρωμα, από το λιβάνι.

Θυμιατό (το)Ουσιαστικό
Εκκλησιαστικό σκεύος που στο κάτω μέρος δέχονται τα αναμμένα κάρβουνα πάνω στα οποία καίγεται το λιβάνι-θυμίαμα.

Θυμιώ (η)Ουσιαστικό
Γυναικείο όνομα.

Θυμός (ο)Ουσιαστικό
  1. Η έντονη ψυχική κατάσταση του ατόμου, που εκδηλώνεται με φωνές ύβρεις ή και βίαιες πράξεις.
  2. Είναι δυνατό, έχει ένταση. ΄΄ Το ξύδι που μου ΄δοκες έχει θυμό.΄΄

ΘυμωτόςΕπίθετο
Θυμωμένος, οργισμένος ΄΄Μας ήρθε θυμωτός.΄΄

Θωριά (η)Ουσιαστικό
Η εξωτερική όψη, η εμφάνιση.

ΘωρώΡήμα
Βλέπω. Κοιτάζω.


Υποβολή ονόματος