Υπάρχουν 534 εγγραφές στον κατάλογο που ξεκινούν από το γράμμα Α.
Α γεια σουΈκφραση
Επιβράβευση προσώπου με τα λεγόμενα του οποίου συμφωνούμε. * Α γειά σου, καλά τα λες.*
Αβανιά (η)Ουσιαστικό
Άδικη κατηγορία, συκοφαντία. * Με βρήκε μεγάλη αβανιά παιδάκι μου. Και να ειπείς ότι το 'κανα κιόλας. * Ζημιά χωρίς υπαιτιότητα.
Αβγατίζω/ αυγατίζω / αβγαταίνωΡήμα
- Πληθαίνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, * Τα μακαρόνια αβγατίζουν με το βράσιμο. * * Αβγάτισε το βιός του δουλεύοντας σκληρά. *
- Προσθέτω επιπλέον σ΄ αυτά που έχω. * Αυγάτισε το σχοινί, δεν φθάνει. *
Αβδέλλα / βδέλλα (η)Ουσιαστικό
Είδος σκουληκιού. Προσκολλάται στους ζωντανούς οργανισμούς και ρουφά αίμα. Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε στην ιατρική για αφαιμάξεις.
ΑβέρταΕπίρρημα
Απλόχερα, σπάταλα, χωρίς περιορισμούς, σε μεγάλη ποσότητα, * Αβέρτα οι συμβουλές απ΄ τους δάσκαλους.* * Φάε αβέρτα, υπάρχει φαγητό. *
Άγανο (το)Ουσιαστικό
Οι βελονοειδής αποφύσεις από τα στάχια του σιταριού και άλλων δημητριακών. Τα *μουστάκια* τους.
Τα άγανα είναι μεταμορφωμένα φύλλα από τα οποία έχει απομείνει το κεντρικό νεύρο που περιβάλλεται από λίγο παρεγχυματικό ιστό. ( http://www.gaiapedia.gr).
Τα άγανα είναι μεταμορφωμένα φύλλα από τα οποία έχει απομείνει το κεντρικό νεύρο που περιβάλλεται από λίγο παρεγχυματικό ιστό. ( http://www.gaiapedia.gr).
ΑγάνταΕπίρρημα
- Βάζω όλη μου τη δύναμη, βοηθάω. * Αγάντα και τελειώσαμε. *
- Το λέμε για τονώσουμε κάποιον να αντέξει σε μια δύσκολη κατάσταση, ή να κάνει κουράγιο.
ΆγαρμποςΕπίθετο
Ο ατσούμπαλος, αδέξιος, χοντροκομμένος, ο απότομος άνθρωπος. Που δεν έχει χάρη, τρόπους και ευγένεια.
Αγένωτος / ΑγίνωτοςΕπίθετο
- Άγουρος. *Τ΄ αχλαδια είν΄ αγένωτα ακόμα*.
- Άβραστος, άψητος . *Σε λίγο θα φάμε, δεν είναι γινωμένο ακόμα το φαΐ*.
Αγιοφύρωτος (ο)Επίθετο
- Αγεφύρωτος . Δεν τους ενώνει κάποια γέφυρα.
- Μεγάλη απόσταση * Το χάσμα είναι αγεφύρωτο αναμεσά τους*.
ΑγκινιαστήκανεΡήμα
*Δυο πουλακίδες αγκινιαστήκανε σήμερα*. Δυο νεαρές κότες έκαναν το πρώτο τους αυγό. Η διαπίστωση γινόταν από τη μικροποσότητα αίματος στο τσόφλι του αυγού.
Αγκλέορας (ο)Ουσιαστικό
- Το δηλητηριώδες φυτό ελλέβορος. Απ΄ τα σπέρματα του παρασκεύαζαν καθαρτικό.
- Πάρα πολύ. * Έφαγε τον αγκλέορα *.
- Κακία, κατάρα * Δεν βγάνεις τον αγκλέορα? *
ΑγκομαχάωΡήμα
Αναπνέω δύσκολα, βαριανασαίνω. Βογκάω από κόπο ή από πόνο. *Τι σε ΄βρε κι αγκομαχάς έτσι?*
Αγκούσα (η)Ουσιαστικό
Δύσπνοια, στεναχώρια, δυσκολία αναπνοής , ασφυξία *Με έπιασε αγκούσα, άνοιξε κανά παραθύρι*.
ΑγκυλώνωΡήμα
- Τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο ( καρφίτσα, αγκαθιά κλπ.).
- Κάνω κάποιον να πονέσει μ΄ αυτά που του λέω.
Αγκωνάρι (το)Ουσιαστικό
- Η γωνία του σπιτιού. *Στυλώσου στ' αγκωνάρι*.
- Μεγάλη πέτρα πελεκητή για τις γωνίες των σπιτιών. * Ένα αγκωνάρι πελεκάει την ημέρα*.
Αγκωνή (η)Ουσιαστικό
Γωνία του καρβελιού. Θεωρείτο το καλύτερο κομμάτι . *Φάει την αγκωνή να σ' αγαπάει η πεθερά σου*.
Αγνάντιο (το)Ουσιαστικό
Τόπος σε ύψωμα, όπου κανείς έχει ορατότητα τριγύρω. *Βγες στο αγνάντιο να δεις αν έρχονται*.
Αγουρίδα (η)Ουσιαστικό
- Το άγουρο, το ανώριμο φρούτο, το ξινό.
- Το άγουρο σταφύλι. Το χυμός του τον χρησιμοποιούσαν στα φαγητά αντί για λεμόνι (μπάμιες).
ΆγουροςΕπίθετο
- Ο αγίνωτος καρπός που δεν έχει ωριμάσει ώστε να μπορεί να φαγωθεί.
- Νεαρό άτομο, αναπτυγμένο μεν σωματικά, χωρίς όμως εμπειρία. Ο ανώριμος.
Άγραφα Επίρρημα
Αυτά που έγιναν είναι απερίγραπτα, είναι ανείπωτα. * Τούτο που γένηκε είναι απ' τ΄ άγραφα!*.
Αγροικάω / γροικάωΡήμα
- Ακούω.* Έχε το νου σου μην αγροικήσεις τα γίδια*.
- Νιώθω, αισθάνομαι, καταλαβαίνω *Δε γροικάω εγώ από τέτοια*.
ΑγύριγοςΕπίθετο
- Αγύριστος. * Αγύριγο κεφάλι σου λέω, μη τον βλέπεις σήμερα που είναι στις καλές του*.
- Ο σατανάς * Δε πας στον αγύριστο, λέω γω*.
ΑγωνιέμαιΡήμα
Προσπαθώ, παλεύω, κοπιάζω. *Τι αγωνιέσαι μωρή άλοτρη,τι μαζεύεις, μαζί σου θα τα πάρεις? *
ΑδόξαστοςΕπίθετο
- Δεν έχει δοξολογηθεί.
- Ταλαιπωρώ, βασανίζω. *Χάζευαν αρκετή ώρα. Όταν τους πήρα είδηση, τους άλλαξα τον αδόξαστο στη δουλειά*.
- Δέρνω, πλακώνω στο ξύλο. *Του 'ριξα όσες μπόρεσα, του άλλαξα τον αδόξαστο*.
- Αγανάχτηση Εκνευρισμό. * Τον αδόξαστό μου γ…ώ, όλα τα κακά εμένα θα βρούνε*.
- Βρισιά, απειλή.* Θα σου γ…ω τον αδόξαστο, άντε παράταμε*.
ΆδουλοςΕπίθετο
- Χωράφι αδούλευτο, χέρσο.
- Ο τεμπέλης, ο ακαμάτης άνθρωπος. * Άδουλος δουλειά δεν έχει, το βρακί του λυεί και δένει*.
ΑδράΕπίρρημα
Πληρωμένο ακριβά, με μεγάλη τιμή, αντί μεγάλης οικονομικής ζημίας. *Τον πλήρωσα αδρά*. *Πολύ καλό, μα το αγόρασε αδρά*.
Αδράχτι (το)Ουσιαστικό
Ξύλινη βέργα 30-40 εκ περίπου. Εξάρτημα της ρόκας. Λεπτή στις δύο άκρες και εξογκωμένη ελαφρά στο κέντρο. Πάνω της τυλίγεται το νήμα. Στο κάτω μέρος της βρίσκεται απαραίτητα το σφοντύλι κι στο πάνω μικρό άγκιστρο, το αγκίνι.
Αέρας (ο)Ουσιαστικό
- Σκοινί 3μ περίπου. Η μια άκρη του ήταν δεμένη στον πάσσαλο (στιχερό) και την άλλη κρατούσε ο (βαλμάς) άνθρωπος που οδηγούσε τα ζώα στο αλώνι. Καθώς ο άνθρωπος ακολουθούσε την κυκλική πορεία των ζώων , το σκοινί τυλιγόταν σιγά σιγά στον πάσσαλο. Όταν είχε τυλιχθεί σχεδόν όλο, σταματούσαν τη διαδικασία και γυρνούσαν τα ζώα έτσι ώστε το ζώο που μέχρι τώρα ήταν μέσα ( κοντά στο στιχερό) να πάει στο εξωτερικό μέρος του κύκλου, και να περιστρέφονται με αντίθετη φορά απ΄ ότι πριν. Καθώς ξανάρχιζε η διαδικασία του αλωνίσματος, το σκοινί άρχιζε να ξετυλίγεται. 'Όταν πλέον είχε ξεδιπλωθεί όλο, αντέστρεφαν τη θέση των ζώων εκ νέου, καθώς και τη φορά της πορείας τους και το σκοινί άρχιζε πάλι τα τυλίγεται. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν έως ότου το αλώνισμα να ολοκληρωθεί (5-6 ώρες περίπου).
- Το ζώο που έτρεχε στο έξω μέρος της σειράς των αλόγων στο αλώνισμα.
Αερικό (το)Ουσιαστικό
Αόρατο κακοποιό πνεύμα , ( στοιχειό, ξωτικό, νεράιδα), που προξενεί σωματικές, νευρικές ή ψυχικές παθήσεις στους ανθρώπους.
Αερογάμης (ο)Ουσιαστικό
Το κιρκινέζι. Μικρό γεράκι που με ελαφρύ φτερούγισμα μένει ακίνητο στον αέρα. Λόγω αυτής της ικανότητας του μπορεί και ζευγαρώνει στον αέρα.
Αθέρα (η)Ουσιαστικό
- Η κόψη του μαχαιριού, σπαθιού κλπ. *Χάλασε η αθέρα*.
- Το καλύτερο ποιοτικά. Το εκλεκτό. Το άριστο. *Μας πήρε τον/την αθέρα*.
ΑκάμωτοςΕπίθετο
- Χέρσος. * Ακάμωτα άφηκες φέτο τα χωράφια*.
- Άγουρο, ανώριμο. * Τα σύκα είναι ακάμωτα ακόμα*.
ΑκονίζωΡήμα
- Τροχίζω. Κάνω με τη λίμα ή το ακόνι την κόψη κοφτερή. *Ακονίζω το μαχαίρι*.
- Είμαι έτοιμος για καβγά *Ακονίζω τα δόντια μου*.
Ακορφάδιστος / ΑκορφολόητοςΕπίθετο
Φυτό που δεν έχει κοπεί η κορυφή του «κορφάδα», δεν έχει «κορφαδιστεί».
ΑκουμπάωΡήμα
- Στηρίζομαι.Κάθομαι. *Ακούμπησα λιγουλάκι να πάρω μια ανάσα*.
- Αφήνω κάτι κάπου. *Ακούμπα το απάνω στη μάντρα*.
ΆκουροςΕπίθετο
Αυτός που δεν έχει κουρευτεί. Ο ακούρευτος. *Γιατί έχεις άκουρα τα πρόβατα καλοκαίρι καιρό?*.
Ακριδολογάω
Εξετάζω τα πάντα στη παρά μικρή λεπτομέρεια, χωρίς όμως αυτό να έχει κάποια αξία αφού δε φέρνω και κάποιο αποτέλεσμα. Χάνω το χρόνο μου άσκοπα.
ΑκώΡήμα
- Ακούω.
* Άκουτα καλά* Άκουσέ τα με προσοχή. - *Τ΄ ακούς? Τ΄ ακώ να λες*. Φράση που χρησιμοποιούμαι για να δώσουμε έμφαση όταν περιγράφουμε κάτι απίστευτο ή εξωφρενικό.
Αλάργα / αλάργοΕπίρρημα
Μεγάλη απόσταση. Πολύ μακριά. *Μακριά κι αλάργα*. *Έχουμε ένα χωράφι δυο ώρες αλάργο*.
Αλεστικό / Ξάι (το)Ουσιαστικό
Η αμοιβή του μυλωνά (σε χρήμα ή σε είδος (από το προϊόν που αλέθει). * Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δίνετε*.
Αλετροπόδα (η)Ουσιαστικό
- Το μέρος του αλετριού το οποίο πατάει ο γεωργός και πιέζει το υνί για να χωθεί στο χώμα.
- Ο αστερισμός του Ωρίωνα.
Αλισ(ι)βερίσι (το)Ουσιαστικό
Συναλλαγή, δοσοληψία. *Με το δικό σου φάει και πιες κι αλισβερίσι μην κάνεις*.
Αλισίβα (η)Ουσιαστικό
Το νερό που παίρνουμε μετά το φιλτράρισμα ( σούρωμα), από το σταχτόνερο που έχουμε βράσει.
Αλμπάνης (ο)Ουσιαστικό
- Πεταλωτής, καλιγωτής.
- Ο αδέξιος, άπειρος, άσχετος. *Γιατρός είναι αυτός ή αλμπάνης?*.
Αλώνι (το)Ουσιαστικό
- Πλακοστρωμένος κυκλικός χώρος, με στύλο στο κέντρο 'στιχερό', για το αλώνισμα των σιτηρών.
- Ανακατεύω, προκαλώ αναστάτωση, *Ήρθε, μας αλώνισε κι έφυγε*.
Άμα πιαΈκφραση
Τονίζει αυτό που λέχθηκε ή ακολουθεί στη συνέχεια. * Σήκω. Σήκω και φύγε. Δεν αντέχεσαι. Άμα πιά*.
ΑμάλλιαγοΕπίθετο
- Νεογέννητο ζώο που δεν έχει τρίχωμα. Κουνέλια, νεοσσοί πουλιών κλπ.
- Το παιδί που δεν έχει βγάλει μαλλιά.
Αμανάτι (το)Ουσιαστικό
Το ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη. *Μου τ' άφησε αμανάτι'. 'Έβαλε το χωράφι αμανάτι για να πάρει δάνειο*.
Άμε-άμετεΡήμα
Πήγαινε - πηγαίνετε.
Συναντάται μόνο σε αυτά τα 2 πρόσωπα. * Άμε στο καλό, με την ευκή μου παιδάκι μου!΄΄.
Συναντάται μόνο σε αυτά τα 2 πρόσωπα. * Άμε στο καλό, με την ευκή μου παιδάκι μου!΄΄.
Αμέτι-μουχαμέτιΈκφραση
*Το 'βαλε αμέτι μουχαμέτι*. Το 'βαλε πείσμα, σκοπό. Ντε και καλά, μεγάλη επιμονή. Αυτό και τίποτε άλλο.
ΑμολάωΡήμα
- Αφήνω ελεύθερο, απελευθερώνω . *Αμολάω τα σκυλιά*. ΄'Την αμόλησε (αερίσθηκε)'. *Αμολάς ό,τι σου κατέβει'. *Αμολάω το νερό*.
- Απολύω -ομαι. *Απολύθηκε από φαντάρος*. *Τους έφυγες ή σ' αμολήσανε?*.
- Ενέργεια για κάποιο σκοπό. *Δεν αμολιέσαι μέχρι το φούρνο, να πάρεις ψωμί*.
- Φουντώνω. * το δέντρο αμόλησε καινούρια βλαστάρια*.
Αμόνι (το)Ουσιαστικό
Μεταλλική βάση κατασκευασμένη από μασίφ ατσάλι. Χρησιμοποιείται για σφυρηλάτηση μετάλλων.
ΑμπάλωτοςΕπίθετο
- Το σχισμένο ρούχο, που δεν έχει ακόμα επιδιορθωθεί - μπαλωθεί.
- Μεγάλη δυσκολία στην προσπάθεια δικαιολόγησης μιας πράξης, ενέργειας. * Άιντε τώρα να μπαλώσεις τ΄ αμπάλωτα*.
Αμπάρα (η)Ουσιαστικό
Σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από την πόρτα για να εμποδίσει το άνοιγμά της.
Αμπάριζα (η)Ουσιαστικό
- Παιδικό παιχνίδι
- 'Κουβέντα δεν είπα. Με πήρε αμπάριζα*. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Με κέρδισε.
ΑμποδάωΡήμα
- Εμποδίζω, δεν επιτρέπω, αποτρέπω.
*Αμπόδα τον*. - Κράτησέ τον. Λέγεται όταν εμποδίζουμε ανθρώπους να χτυπηθούν .
*Αμπόδα τα, μη μπουν στο σπαρμένο*. ¨όταν θέλουμε να αποτρέψουμε κάποια ζημιά. - Το χωράφι που δεν επιτρέπεται η βοσκή ξένων ζώων, λέμε ότι *αμποδιέται*.
Αναβόλα (η)Ουσιαστικό
Το κάθετο όργωμα στις άκρες του χωραφιού για να μην μπαίνει το ζευγάρι στα διπλανά χωράφια
ΑνάβωΡήμα
- Ζεσταίνομαι υπερβολικά *Άναψα, θα πάω μακριά απ’ τη φωτιά*.
- * Θα στην ανάψω*. Θα σε πυροβολήσω.
- *Μη μ΄ ανάβεις*. Μη με εκνευρίζεις.
ΑναγλιτσιάζωΡήμα
- Ημιτελής απόπειρα για καθαρισμό. *Ποιον κοροϊδεύεις ότι τα 'πλυνες , ίσα ίσα που τ΄ αναγλίτσιασες*. Λέγεται για τα ρούχα που δεν έχουν πλυθεί σωστά κι έχει παραμείνει βρωμιά τόση ώστε να είναι ορατή, αλλά κι όταν τα πιάσεις αισθάνεσαι ότι γλιστράνε στο χέρι σου.
- Βροχή ήταν αυτή? Ίσα που αναγλίτσιασε το χώμα*. Όταν το χώμα υγραίνεται μόνο επιφανειακά και γλιστράει.
ΑνάγυραΕπίρρημα
Όχι απ' ευθείας αλλά γύρω-γύρω. Από ποιο μακρινό δρόμο. *Πάμε ανάγυρα, απ΄ τον όχτο, το χωράφι είναι μια λάσπη*.
Ανάκαρο (το)Ουσιαστικό
Σωματική δύναμη, κουράγιο, ψυχική διάθεση, όρεξη, τόλμη. Η αντοχή. *Δεν έχω ανάκαρα*.
ΑνακατωμένοςΜετοχή
- Καταστάσεις μπερδεμένες τόσο πολύ που δεν ξεδιαλύνονται εύκολα. * Ανακατωμένος ο ερχόμενος΄΄.
- Ο αναμεμειγμένος.
ΑνακατώνωΡήμα
- Ανακατεύω. * Ανακάτεψε το φαΐ να μην πιάσει*.
- Μπερδεύω, περιπλέκω * Ανακατωθήκανε τόσο πολύ κι άντε τώρα να τα ξεμπερδέψεις*.
- Αναμειγνύομαι, μπλέκω. * Κάτσε στ΄ αυγά σου εσύ. Ποιος σου 'ρε ν' ανακατωθείς*.
- Αναστατώνω. * Ήρθε μια της μιας, μας ανακάταψε καλά καλά κι έφυγε σαν κύριος*.
ΑνακλαδίζομαιΡήμα
- Τεντώνω το κορμί μου, απλώνομαι από την κορυφή ως τα νύχια. Τέντωμα μετά τον ύπνο συνοδευόμενο με χασμουρητό.
- Μεταφορικά η τεμπελιά, *Τί ανακλαδίζεσαι όλη την ώρα, σ΄ έχει φάει η τεμπελιά*.
ΑνακούρκουδαΕπίρρημα
Η θέση με λυγισμένα τα γόνατα με το βάρος του σώματος να πέφτει στα δάχτυλα των ποδιών.
ΑναλαμπήΟυσιαστικό
Μικρό ευχάριστο διάλειμμα που συνήθως προμηνύει άσχημη έκβαση. *Είχε μια αναλαμπή, μετά από λίγο όμως ξεψύχησε*. * Έκανε μια αναλαμπή και μετά άρχισε το χιονόνερο*.
Αναλήγωμα (το)Ουσιαστικό
Το ξεπάγωμα, η τήξη η μετατροπή από στερεό σε υγρό. π.χ. παγωμένου λαδιού, λίπους, καταψυγμένου προϊόντος.
ΑνάλλαγοςΕπίθετο
Το άτομο που δεν άλλαξε τα ρούχα του. Να βγάλει τα βρώμικα, προκειμένου να φορέσει *αμάλαγα* καθαρά.(Πού πας έτσι ανάλλαγος, τι θα ειπεί ο κόσμος!*.
Αναπαή / Αναπαμός / Ανάπαψη (η)Ουσιαστικό
Η ανάπαυση, η ξεκούραση. *Αναπαή δεν έχεις, κάτσε μια στάλα να πάρουμ' ανάσα!*.
ΑναπιάνωΡήμα
Ανακατεύω το προζύμι, που είχαν κρατήσει από προηγούμενο ζύμωμα, με αλεύρι και νερό, για να ανανεωθεί και να γίνει περισσότερο.
Ανάποδη (η)Ουσιαστικό
- Χτύπημα με την εξωτερική μεριά της παλάμης. *Θα σου αστράψω καμμιά ανάποδη*.
- Η άλλη πλευρά. * Φόρεσες τη μπόλκα σου τ΄ ανάποδα*.
- Προειδοποίηση με στοιχεία απειλής. * Κοίτα μη με γνωρίσεις κι απ΄ την ανάποδη*.
ΑνάριαΕπίρρημα
- Αραιά όχι πυκνά *'Ανάρια καθήστε να μη ζεσταινόσαστε*.
- Όχι συχνά *Ανάρια ανάρια το φιλί να ‘χει και νοστιμάδα*.
Ανασκουμπώνομαι Ρήμα
- Σηκώνω τα μανίκια για να μην με εμποδίζουν όταν εργάζομαι·
- Προετοιμάζομαι να δράσω. *Ανασκουμπωθείτε και πάμε*.
Ανασταίνω -ομαιΡήμα
- Μεγαλώνω παιδιά: *Με κόπους και βάσανα σας ανάστησα*. < br> Φυτά: Τα φρόντιζε κι αναστηθήκανε*.
- Ζωντανεύω, επαναφέρω κάποιον στη ζωή.
- Δυναμώνω, γίνομαι καλά.
ΑναφουφουλιάζωΡήμα
Ανακατεύω το περιεχόμενο ( πούσια ή άχυρα) στα μαξιλάρια και στα στρώματα για να ανασηκωθούν και να πάρουν αέρα να γίνει πιο αφράτα. Να αεριστούν και να φρεσκαριστούν.
Ανέμη (η)Ουσιαστικό
Ξύλινη κατασκευή που περιστρέφεται κι έτσι ξετυλίγεται το νήμα της κούκλας που έχει τοποθετηθεί επάνω της και τυλίγεται στα μασούρια.
Ανεμίδι (το)Ουσιαστικό
Μηχάνημα που συνεργάζεται με την ανέμη. Τα βασικά μέρη του είναι: ο τροχός, ένας ιμάντας και ο άξονας. Ο τροχός περιστρέφεται με μανιβέλα. Κινεί τον ιμάντα, ο οποίος μεταφέρει την κίνηση στον άξονα. Στον άξονα τοποθετούμε το μασούρι (καλάμι) το οποίο περιστρέφεται μαζί του. Στο μασούρι στερεώνουμε την άκρη από το νήμα που έχουμε τοποθετήσει στην ανέμη. Καθώς το καλάμι περιστρέφεται, τραβά το νήμα από την ανέμη, θέτοντάς την έτσι σε περιστροφική κίνηση, το οποίο σιγά σιγά τυλίγεται πάνω του. Όταν γεμίσει με κάποια ποσότητα αντικαθίσταται από άλλο άδειο. Έτσι συνεχίζεται η διαδικασία έως ότου ετοιμάσουμε την ποσότητα που είναι απαραίτητη.
Ανεμομάζωμα (το)Ουσιαστικό
- Ό,τι μαζεύει, ό,τι φέρνει ο άνεμος.
- Ό,τι αποκτούμε τυχαία, εύκολα, χωρίς κόπο ή με δόλιο τρόπο. *Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα*.
ΑνεμοτουρλάωΡήμα
- Ανακατεύω, *Βρήκα το σπίτι ανεμοτουρλημένο*.
- Μεταφορικά για όποιον προκαλεί αναστάτωση, φασαρία. *Πήγε, τους ανεμοτούρλησε καλά καλά κι έφυγε*.
Άνθρακας (ο)Ουσιαστικό
Ασθένεια των ζώων. Μεταδίδεται στον άνθρωπο με την επαφή ή τη χρήση προϊόντων από ζώα που νοσούν.
Ανοιχτομάτης (ο)Ουσιαστικό
- Όποιος έχει ανοιχτά τα μάτια του.
- Ο πανέξυπνος. Αυτός που αντιλαμβάνεται γρήγορα όσα συμβαίνουν.
ΆνταφλαΕπίρρημα
Απρόσεχτα, άτσαλα και βιαστικά. *Άνταφλα περπατάει και θα φάει τη μούρη του*. ( Θα πέσει και θα χτυπήσει)
ΑντεσηκώνομαιΡήμα
Σηκώνομαι για λίγο από τη θέση μου, προκειμένου να γίνει μια σύντομη χρονικά εργασία και κάθομαι ξανά. *Αντεσήκω τα χέρια σου να στρώσω το πανί*.
Αντήλιο (το)Ουσιαστικό
Βάβω την παλάμη μου στο μέτωπο, πάνω από τα μάτια, για να μη με στραβώνει ο ήλιος.
Αντί (το)Ουσιαστικό
Κυλινδρικά εξάρτημα του αργαλειού. Στο πίσω αντί τυλίγεται το στημόνι και στο μπροστά το υφαντό.
Αντίγαμος (ο)Ουσιαστικό
Γιορτή που οργανώνουν οι συγγενείς των *νιόνυφων*, για την επίσκεψη - επιστροφή της νύφης στο πατρικό της σπίτι, μετά την όγδοη μέρα του γάμου.
Αντιστύλι (το)Ουσιαστικό
Ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι, τσιμεντένια ή πέτρινη ή άλλη κατασκευή, που μπαίνει ως υποστήριγμα. Το στήριγμα, η υποστύλωση.
ΑντούβιανοςΕπίθετο
Άνθρωπος χοντροκομμένος χωρίς ευαισθησίες. Βλάκας, χαζός. Που δεν αντιλαμβάνεται τι του λες. Δυσκολεύεται σε όλους τους τομείς. Γλώσσα, μαθηματικά κλπ.
ΑντρίκειοςΕπίθετο
Ο ανδρικός, έτσι όπως ταιριάζει στους άντρες.
Eεπίρρημα: . αντρίκεια. *Αντρίκειες κουβέντες*.
Eεπίρρημα: . αντρίκεια. *Αντρίκειες κουβέντες*.
Αντρομίδα (η)Ουσιαστικό
Μάλλινο ρούχο φτιαγμένο στον αργαλειό και επεξεργασμένο στη νεροτριβή. Κλινοσκέπασμα.
Άντυτος Επίθετο
- Αυτός που δεν φοράει καθαρά ρούχα * Έτσι πας? Άντυτος κι αξάγκληγος. Ποιος να σε ιδεί και να μη φρίξει! *
- Ο γυμνός. Ο γδυτός.
- Χωρίς ντύμα. * Μάλωσε ο δάσκαλος τη Λάμπω που 'χε άντυτα τα τετράδια*.
ΑξάγκληγοςΕπίθετο
Αχτένιστος, με μπερδεμένα γεμάτα κόμπους μαλλιά. 'Μην είσαι αξάγκληγη, θα σε περάσουν για τρελή'.
ΆξινοςΈκφραση
Απάντηση- επίπληξη στο επιφώνημα α! * Άξινος. Δε μ΄ακούς που σου μιλάω. Ούλο α! και α!*
ΑξιώθηκεςΡήμα
Ήσουν άξιος και τα κατάφερες, μπόρεσες. * Αξιώθηκες και γίνηκες μεγάλος και τρανός*. * Δεν αξιώθηκα να πάω*.
Απάγκιο (το)Ουσιαστικό
- Μέρος ζεστό κι απάνεμο, χωρίς αέρα.
- Ζεστασιά, αγάπη, φροντίδα 'Ήρθα σ΄ αυτό το σπίτι και βρήκα λίγο απάγκιο'.
Απαλό (το)Ουσιαστικό
- Ευχάριστο στις αισθήσεις: Απαλή κουβέρτα, απαλό αεράκι, απαλή μελωδία.
- Όχι έντονο: Απαλό χρώμα, φως .
- Στα νεογέννητα: Στο επάνω μέρος του κρανίου ένα πολύ μαλακό και ευαίσθητο σημείο.
ΑπαντάωΡήμα
- Δίνω απάντηση.
- Για άνθρωπο πολύ ανήσυχο. *Δε σ’ απαντάει*. Δεν μπορείς να ησυχάσεις.
- Με τη σημασία του συναντώ *Απάντησα τη Χρυσούλα που είχα καιρό να την δω*.
Απαντοχή (η)Ουσιαστικό
Προσδοκία, ελπίδα, αναμονή. *Δεν έχω καμιά παντοχή* . *Έχω την απαντοχή μου σε σένα*.
Απανωγόμι (το)Ουσιαστικό
Το φορτίο στο πάνω μέρος του σαμαριού. Όταν κάποιος φορτώνει σακιά σε ένα ζώο βάζει από ένα σακί δεξιά και αριστερά στα πλευρά του ζώου και ένα τρίτο από πάνω ανάμεσα στα άλλα δύο, το Απανωγόμι.
ΑπαράλλαχτοςΕπίθετο
Αυτός που δεν παρουσιάζει παραλλαγές, ή διαφορές σχετικά με κάποιον άλλο, ο εντελώς όμοιος *Ίδιος κι απαράλλαχτος*· Ο αμετάβλητος.
ΑπαυτώνωΡήμα
Κάνω έρωτα με μια γυναίκα. Λέξη η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για την αποφυγή άλλων μειωτικών, προσβλητικών, χυδαίων λέξεων, για τη σεξουαλική πράξη.
Απέ Πρόθεση/Επίρρημα
- Μετά, έπειτα, κατόπιν, ύστερα στη συνέχεια. ”Κι απέ τι σου πε μετά”. * Ας είχα χρόνο, απέ θα σε συγύριζα εγώ*.
ΑπηδάωΡήμα
- Πηδάω. Περνάω πάνω από ένα εμπόδιο. 'Πήγε ν΄ απηδήκει τη γράνα κι έπεσε μέσα.
- Θυμώνω, νευριάζω, καθώς και χαίρομαι πολύ. *Απηδάω απ’ τη χαρά μου*.
ΑπίστομαΕπίρρημα
*Έπεσε τ΄ απίστομα'. ' Έπεσε με το πρόσωπο κάτω. *Βάλε το λεβέτι απίστομα να στραγγίσει*.
Απλάδα (η)Ουσιαστικό
Ύφασμα μεγάλων διαστάσεων, από νήμα μαλλιών κατσίκας. Τις χρησιμοποιούσαν για το κουβάλημα των άχυρων από το αλώνι στον *πλέχτη* (αποθήκη σπιτιού).
ΑποβγάνωΡήμα
- Ξεπροβοδίζω. Συνοδεύω κάποιον που φεύγει από το σπίτι για λίγο.
- Διώχνω.
- Για οφειλές: Ξεπληρώνω, εξοφλώ.
Αποΐλα /αποήλα & Αποσκίλα (η)Ουσιαστικό
- Σκιερό μέρος που δεν το *βλέπει* ο ήλιος.
- Απομόνωση, κλεισούρα. *Μ΄ έφαγε η αποϊλα*.
ΑποκαήςΕπίρρημα
Ο φούρνος που είναι ακόμα ζεστός αφού τον έχουμε χρησιμοποιήσει μια φορά *Ρίξε το ψωμί στο φούρνο τώρα που είναι αποκαής*.
Απόκλαρα (τα)Ουσιαστικό
Τα μικρότερα κλαδιά από ένα δέντρο που κόψαμε. Τα πιο χοντρά (κούτσουρα και σειρήνες) πηγαίνουν στο σπίτι για τη θέρμανση του χειμώνα. Τα λεπτότερα ( τα απόκλαρα) χρησιμοποιούνται είτε για προσάναμμα είτε για το κάψιμο του φούρνου ή την περίφραξη χωραφιών.
ΑποκορομμένοςΕπίθετο
Καταραμένος. *Αϊ το αποκορομμένο εδώ ήρθε, θα με φάει*, για την παρουσία φιδιού. Για οποιοδήποτε κακό ή αρρώστια ανίατη ή μεταδοτική *Αποκαρωμένη να' ΄ναι*.
Αποκοτιά (η)Ουσιαστικό
- Παράτολμη πράξη. * Αν και μια σταλιά έκανε την αποκοτιά να τα βάλει μαζί του*.
- Ριψοκίνδυνη ενέργεια: * Έκανε την αποκοτιά και βούτηξε μες τη φωτιά*.
ΑποκώλωνωΡήμα
- Εξαφανίζομαι πίσω από ένα ύψωμα ή απ' τη γωνία ενός σπιτιού και δεν είμαι πλέον ορατός.
- Πεθαίνω. * Θ' αποκολώσουμε τούτο το χειμώνα*.
Απολάω- απόληκαΡήμα
- Αμολάω, ελευθερώνω. *Απόληκα τα πρόβατα*.
- Τελειώνω, σχολάω. *Αμόληκε το σκολειό*.
Απολειφάδι
- Ότι απόμεινε από το σαπούνι, μετά από χρήση.
- Ο ανάξιος, ο τιποτένιος * Χάσου από μπροστά μου απολειφάδι*.
Απόπλυμα (το)Ουσιαστικό
Το υπόλοιπο από το φαγητό, μαζί με το νερό ( χωρίς σαπουνάδα) από το ξέπλυμα των πιάτων και της κατσαρόλας . Αν δεν ήταν αρκετό προσέθεταν και κάποια επιπλέον ποσότητας τροφής και τάιζαν τα χοιρινά.
Απορριξίμι (το)Ουσιαστικό
- Το έμβρυο που δεν ολοκληρώθηκε ο χρόνος κύησης και γεννήθηκε πρόωρα νεκρό.
- Άνθρωπος ή ζώο ελαττωματικό.
Αποσβολώνω -ομαιΡήμα
Μένω άφωνος με το στόμα να χάσκει, από έκπληξη ή αδυναμία να δώσω απάντηση. Τα χάνω.
ΑποσταίνωΡήμα
Κουράζομαι, κοπιάζω, εξαντλούμαι, αποκάνω. *Απόστασα ο καημένος* .*Απόστασε το ζωντανό απ΄ το πήγαιν' έλα*. *Μην τρέχεις, θα αποστάσεις γρήγορα*.
Αράδα / αραδαριά (η)Ουσιαστικό
Σειρά – γραμμή *Αν είσαι και παππάς μα την αράδα σου θα πας*. * Κοιμούνται αραδαριά*.
ΑραδιάζωΡήμα
- Βάζω στην αράδα, σε σειρά· Βάζω σε τάξη, παρατάσσω.
- Διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια. *Αράδιασέ τα όλα ένα ένα*.
ΆρατοςΕπίθετο
Ο εξαφανισμένος, ο άφαντος, αυτός που τρέπεται σε φυγή. * Μόλις με είδε έγινε άρατος*. * Άρατος έγινε , πάει, μην τον είδατε*.
ΑργάζωΡήμα
- Κατεργάζομαι. Επεξεργασία στο τομάρι του ζώου για να γίνει δέρμα.
- Ξυλοκοπώ *Θα σου αργάσω το τομάρι*.
Ουσιαστικό: το άργασμα.
ΑριεύωΡήμα
Αραιώνω. Ξερίζωμα φυτών, ( καλαμπόκι, μαϊντανό, καρότα κλπ.), ώστε αυτά που μένουν να έχουν αποστάσεις για να αναπτυχθούν καλύτερα.
Ουσιαστικό Το άριεμα.
Ουσιαστικό Το άριεμα.
Αριολόι (το)Ουσιαστικό
Το μάζεμα καρπών που είναι λιγοστοί πάνω στα δέντρα ελιών, καρυδιών. Το κοκολόι.
Αρμακάς (ο)Ουσιαστικό
Ο σωρός, η στοίβα που δημιουργείται από τις πέτρες που μαζεύουν οι καλλιεργητές και τις ρίχνουν σε συγκεκριμένα σημεία πολλές μαζί (συνήθως στην άκρη του χωραφιού).
Αρμάτα (η)Ουσιαστικό
- Τα ξύλα της σκεπής του οικήματος. * Ετοιμάσαμε την αρμάτα. Αύριο βάνουμε κεραμίδια*.
- Η καλή φορεσιά, τα καλά ρούχα και κοσμήματα.
Άρμεγμα (το)Ουσιαστικό
- Η διαδικασία αφαίρεσης του γάλατος από τους μαστούς των ζώων. ( Πρόβατα κατσίκες αγελάδες).
- Η διαδικασία διαχωρισμού του μούστου, από το δοχείου που βρίσκεται μαζί με τα τσίπουρα. Η μετάγγιση σε άλλο δοχείο.
Αρνάρι (το)Ουσιαστικό
Μεγάλη λίμα για τη λείανση ξύλων ( πχ τα στειλιάρια - τις ξύλινες χειρολαβές - σε τσεκούρια σκεπάρνια, κασμάδες κλπ. εργαλεία), καθώς και των νυχιών των αλόγων προκειμένου να τα πεταλώσουν.
ΑρουλιέμαιΡήμα
- Ουρλιάζω, βγάζω δυνατές κι άναρθρες κραυγές, Χρησιμοποιείται κυρίως για τα ζώα (σκυλιά, λύκους κλπ.).
- Μεταφορικά: Άνθρωπος σε έξαλλη κατάσταση, με λόγο ασυνάρτητο, ακαταλαβίστικο. *Τί αρουλιέται αυτός έτσι?* .
ΑρουλιέμαιΡήμα;""
- Ουρλιάζω
βγάζω δυνατές κι άναρθρες κραυγές
Υποβλήθηκε από: Χρησιμοποιείται κυρίως για τα ζώα (σκυλιάΑρούπωτοςΕπίθετο
Αυτός που δεν χορταίνει * Δεν ρουπώνει τούτος εδώ. Άδειασε τον τέτζερη κι ακόμα τρώει*.
Αρταρήματα
Ασυνάρτητα λόγια, κουβέντες χωρίς ουσία, περιεχόμενο. * Τι αρταρήματα μου λες τόσην ώρα και κάθομαι και σ΄ ακούω*.
Άρτζι μπούρτζι Επίρρημα
Τρέχα γύρευε, ανακάτωμα, χωρίς τάξη -σειρά, ακαταστασία * Άρτζι μπούρτζι και λουλάς*.
Αρύς – αρειά – αρύ ή αριόΕπίθετο
- Απόσταση. Με κενά: *Αρύ φύτρωσε το γέννημα φέτο*. *Αριά τα σκόρδα για να γίνουν*. (Φύτεψέ τα αραιά για να γίνουν μεγάλα). *Αριά δόντια*.
- Λίγη ποσότητα: *Τα μαλλιά του είναι αριά*.
- Πηκτικότητα: *Αρειά σάλτσα*.
ΑσημώνωΡήμα
Σε σπουδαία συμβάντα όπως γέννηση και γάμος, συγγενείς και φίλοι μαζί με τις ευχές για ευτυχία και καλή ζωή, κάνουν δώρα ( κοσμήματα, λουλούδια, χρήματα ) στο νεογέννητο και στη νύφη. Γενικότερα το ασήμωμα για καλή τύχη συναντάται σε κάθε τι σημαντικό καινούριο (Αγορά νέου αυτοκινήτου, σπιτιού).
Ασκέρι (το)Ουσιαστικό
- Στρατιωτικό σώμα τακτικού ή άτακτου στρατού.
- Πολυμελής ομάδα ατόμων, ή οικογένεια. τo πλήθος
Ασκί (το)Ουσιαστικό
Δοχείο φτιαγμένο από δέρμα κατσικιού ή αρνιού καταλληλά επεξεργασμένο για τη μεταφορά υγρών (μούστος).
ΑσουλούπωτοςΕπίθετο
- Ο ανοικοκύρευτος.
- Αυτός που δεν έχει καλό σουλούπι, δηλαδή καλή εξωτερική εμφάνιση, ο άκομψος, ο απεριποίητος.
Αστράχα (η)Ουσιαστικό
Το κενό που δημιουργείται μεταξύ της στέγης και του τοίχου, στο εσωτερικό μέρος του οικήματος.
ΆτταροςΕπίθετο
- Άτταρα λέμε τα νεογέννητα κατσικάκια και αρνάκια, τα οποία μετά την γέννησή τους δεν μπορούν να σταθούν σταθερά στα πόδια τους. Το αυγό του οποίου το τσόφλι δεν είναι σκληρό αλλά ελαστικό.
- Ο αδύναμος, ανώριμος, νωθρός άνθρωπος.
ΑφαιρεμένοςΕπίθετο
Αφηρημένος βλάκας, άχρηστος *- Πήρες αυτό που σου είπα? -Όχι, το ξέχασα! -Μα καλά, μπίτι αφαιρεμένος είσαι*.
ΑφαλοκόβωΡήμα
- Κόβω τον ομφάλιο λώρο.
- Προκαλώ έντονο πόνο στην κοιλιά με δυνατό χτύπημα *Θα σε αφαλοκόψω*.
ΑφχαρίστηγοςΕπίθετο
Ο ανικανοποίητος, που δεν ευχαριστιέται με τίποτε. * Ό,τι κι αν του κάνεις, αφχαρίστηγος είναι*.
ΑχαΐρευτοςΕπίθετο
Όποιος δεν έκανε προκοπή στη ζωή του, ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος.
ΑχίζωΡήμα
Βουίζω. *Που πας? Αχίζει το ρέμα*. Τρέχει πολύ νερό και παράγεται έντονος ήχος - βουητό από την ορμητική ροή.
Ουσιαστικό: Αχός.
Ουσιαστικό: Αχός.
Άχνα (η)Ουσιαστικό
- Ο ατμός από το φαγητό που βράζει.
- Σιωπή, τσιμουδιά. *Δεν έβγαλε άχνα απ' την ώρα που 'ρθε*. Δεν είπε τίποτε, έμεινε σιωπηλό.
- Η ελαφριά αναπνοή.
Αχούρι (το)Ουσιαστικό
- Ο στάβλος. Ο χώρος για τα άχερα, τις ζωοτροφές και τα ζώα.
- Το βρώμικο ακατάστατο σπίτι. *Το σπίτι τους είναι ίδιο αχούρι*.
ΑχρόνιαγοΕπίθετο
- Αυτός που δεν χρόνισε, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ένα έτος ζωής.
- Κατάρα: Να μη χρονίσει, να πεθάνει πριν περάσει ο χρόνος.. * Ε! το αχρόνιαγο ζημιά που μου ‘κανε*.
Αχταρμάς (ο)Ουσιαστικό
Χαώδης κατάσταση, ανακάτεμα, μπέρδεμα, πραγμάτων, καταστάσεων ή γεγονότων. Όταν επικρατεί σύγχυση αντί να διευθετηθεί μια κατάσταση. * Διάβαζα τόση ώρα και τίποτα δε κατάλαβα, ένας αχταρμάς είναι όλα στο μυαλό μου*.
Άχτι (το)Ουσιαστικό
- Εκδίκηση. *Του τις έβρεξα κι έβγαλα το άχτι μου*.
- Σφοδρή επιθυμία, πόθος. *Άχτι το ’χω να πάω κι εγώ μια φορά με το αεροπλάνο*.
Αχώνευτος (ο)Επίθετο
- Η τροφή που δύσκολα χωνεύεται, η δύσπεπτη. *Μα τι είχε μέσα αυτό το φαγητό? Πέτρες, και δε μπορώ να χωνέψω?*.
- Για άνθρωπο: Ο αντιπαθής, ο ανυπόφορος.
- Ημιτελής αποσύνθεση: *Aχώνευτη είναι η κοπριά*. * Υπομονή, δε χωνέψανε τα κάρβουνα ακόμη*.
Υποβολή ονόματος