There are currently 69 names in this directory beginning with the letter Θ.
Θαλά / θα λα<span class='alignright p_type'>Μόριο</span>
Θα. ΄΄Θα λα είχαμε σπείρει τώρα, αν είχε βρέξει πιο νωρίτερα.΄΄
Θαμπίζω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
Μόλις που βλέπω, βλέπω θαμπά ΄΄ Θαμπίζω ακόμα λιγουλάκι.΄΄
Θανατίκια (τα)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Τα έξοδα για την ταφή. ΄΄ Να "χω δυο δραχμές στην πάντα για τα θανατίκια μου.΄΄
Μόνο στον πληθυντικό. - Τα ρούχα του νεκρού (αλλαξιά, σάβανο, σεντόνι ) ΄΄Έχω έτοιμα τα θανατίκια μου.΄΄
Θανατικό (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Θανατηφόρα επιδημίας, λοιμός. ΄΄ Το 18 έπεσε μεγάλο θανατικό.΄΄
Θάρρετα (τα)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Το θάρρος. ΄΄Πολλά θάρρετα πήρες, για μαζώξου λίγο, γιατί θα ΄χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.΄΄
Θαρρώ<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
- Υποθέτω, νομίζω. ΄΄Θάρρεψε πως ήσαντε Στροζοβινοί και μας είδανε και το ΄βαλε στα πόδια.΄΄
Θειακούλα / θείτσα (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Η θεία. Προσφώνηση για να δείξουμε αγάπη και οικειότητα.
Θέλημα (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Παραγγελία, εξυπηρέτηση. ΄΄ Ε! συ Ηλία, έλα να μου κάνεις ένα θέλημα΄΄ .
- Όταν ήθελαν να κάνουν κάτι χωρίς να μαθευτεί, έλεγαν: ΄΄ Πάω να κάνω ένα θέλημα.΄΄
- Επιθυμία, απόφαση. ΄΄ Ήτανε θέλημα θεού ...΄΄
Θελομπούρα (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Το πολύ θολό υγρό. Συνήθως νερό ή κρασί.
Θελός<span class='alignright p_type'>Επίθετο</span>
Θολός. Θαμπός, όχι διαυγής. ΄΄Θελό πάει το ποτάμι.΄΄
Θελόσταχτη (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Το διάλυμα στάχτης σε νερό. Η αλισίβα. Την χρησιμοποιούσαν σε γλυκίσματα και για το πλύσιμο των ρούχων.
Θέλω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
- Χρωστάω. Οφείλω. ΄΄ Μπαρμα - Θοδωρή εμείς έχουμε ένα νιτερέσιο. Για τήρα τον τεσκερέ σου, 250 φράγκα δεν σου θέλω ακόμη;΄΄
- Επιθυμώ.
Θεμωνιά (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Η θημωνιά. Ο σωρός από τα δεμάτια σιταριού, βρόμης, κριθαριού, που είναι συγκεντρωμένα για αλώνισμα.
Θεό (στο)<span class='alignright p_type'>έκφραση</span>
Πολύ ψηλά ΄΄Το "φτασες στο θεό, κάνε κράτει.΄΄
Θεοκαλιέμαι<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
Προσεύχομαι. Κάνω παράκληση, ικεσία στο Θεό για να πάθει ζημιά, κακό ο εχθρός μου.
Θεομπαίχτης (ο)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Αυτός που παίζει ακόμη και με τα θεία, ο απατεώνας.
Θεούρι / θεούριο<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό / Επίθετο</span>
Ττεράστιο, υπερβολικά μεγάλο. ΄΄Κειπάνου στη βρύση είναι μια θεούρια λεύκα.΄΄
Θεραπαή (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Η θεραπεία, η γιατριά. ΄΄Βρήκα τη θεραπαή μου΄΄
Θεριακλής (ο)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Ο μανιώδης καπνιστής καθώς και αυτός που του αρέσει υπερβολικά ο καφές ή το ποτό.
θεριακωμένος<span class='alignright p_type'>Μετοχή</span>
- Ο μεγαλόσωμος , ικανότατος, επιβλητικός, ψηλός άνθρωπος.
- Αυτός που έχει μεγαλώσει αρκετά. ΄΄ Θεριακωμένο παλικάρι εσύ και κλαις για τη μάνα σου.΄΄
Θεριεύω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
Μεγαλώνω πολύ, παίρνω ύψος ή βάρος. ΄΄ Θεριέψανε τα κλαριά έκλεισε ο τόπος.΄΄ ΄΄ Εκείνο μέχρι τα πέρσι ήταν ένα κακαντράκι. Πώς θέριεψε έτσι; Άντρας έγινε.΄΄
Θερίζω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
- Κόβω τα στάχυα με το δραπάνι ή με μηχανή.
- Πρόκληση πόνου ή διάρροιας ΄΄ Κάτι έφαγα και μου θέρισε το στομάχι. Κάθε τρις και λίγο είμαι στην τουαλέτα.΄΄
- Σκοτώνω πολλούς. ΄΄ Του έφυγε τ" αμάξι, έπεσε απάνω τους και θέρισε πολλούς.΄΄
Θεριό (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Το θηρίο. (Λιοντάρι, αρκούδα κλπ.).
- Ο πολύ άγριος , κακός. ΄΄ Θεριό ανήμερο έγινε μόλις έμαθε τα νέα .΄΄
θέρος (το / ο)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Το καλοκαίρι.
- Ο θερισμός ΄΄ Αύριο ξεκινάμε θέρο, έγινε το γέννημα.΄΄
Θηκιάζω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
Γεμίζω ένα δοχείο ή τσουβάλι, πιέζοντας το περιεχόμενο για να χωρέσει αρκετό.
Θηλιά (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Η θηλιά της κότας. Διχαλωτό κόκαλο που βρίσκεται στο στήθος της. Αποτελείται από δύο άνισα οστά ενωμένα στη μία τους άκρη. Με το κοκαλάκι αυτό προέβλεπαν το φύλλο του παιδιού κάποιας συγγενής τους που ήταν έγκυος. Αυτό γινόταν ως εξής: α) Έπιαναν τα κοκαλάκια και τα τραβούσαν μέχρι να σπάσει κάποιο. Αν έσπαζε το μεγάλο θα γεννιόταν κορίτσι. Αν έσπαζε το μικρό αγόρι. β) Έβαζαν το κόκαλο πάνω σε ζεστή στάχτη στο τζάκι. Αν τα κόκκαλα πλησίαζαν μεταξύ τους θα γεννιόταν αγόρι, αν όμως απομακρύνονταν, κορίτσι.
- Φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τον πιέζω. ΄΄ Θηλιά στο λαιμό μου βάνεις. Δεν έχω τώρα. Θα στα δώκω όταν μας πληρώσει ο μπακάλης το γάλα.΄΄
- Είδος κόμπου φτιαγμένος συνήθως με σκοινί, που ανοίγει και κλείνει εύκολα.
Θηλύκι (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Κουμπότρυπα κατασκευασμένη με κλωστή, της οποίας μόνο οι δυο άκρες ράβονταν πάνω στο ύφασμα.
Θηλυκώνω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
Κουμπώνω. ΄΄ Κουμπώσου λίγο. Πού πας έτσι ξεθηλύκωτη;΄΄
Θουρίδα (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Θυρίδα. Εσοχή μικρών διαστάσεων στον τοίχο.
Θρακόβολη (η)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Μικρά σε μέγεθος κάρβουνα μαζί με τη στάχτη.
Θρασίμι (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Ο θρασύδειλος, ο άχρηστος, το ψοφίμι.
- Ο ύπουλος
Θράσιος<span class='alignright p_type'>Επίθετο</span>
- Ο αδικοχαμένος. χαραμισμένος ΄΄ Θράσιος πήγε, σα το σκυλί στ" αμπέλι.΄΄
- Άνοστος, ανάλατος, άγευστος. ΄΄Θράσιο ολότελα είναι το κρέας που μαγέρεψες.΄΄
Θρέμπελα<span class='alignright p_type'>???</span>
Άγνωστη λέξη. ΄΄Έφαγα τα θρέμπελα. ΄΄ Ψάχνω κάτι επίμονα, αναστάτωσα τα πάντα για να το εντοπίσω.
Θρεφτάρι (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Το ζώο που μεγαλώνει στο σπίτι. Το οικόσιτο.
Θρέφω<span class='alignright p_type'>Ρήμα</span>
- Τρέφω, ανατρέφω. ΄΄ Κάνω δυο δουλειές. Έχω τόσα στόματα να θρέψω.΄΄
- ΄΄ Θρέφει νιάτα.΄΄ Η φράση λέγεται ειρωνικά για τους τεμπέληδες και τους αργόσχολους. Γι" αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο εκτός από την καλοπέρασή τους.
Θρούμπι (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Πλήρης, ολοκληρωτική καταστροφή της περιουσίας. ΄΄Πάει, έγινε θρούμπι..΄΄
Θυμητικό (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Η ισχυρή μνήμη. ΄΄Πάει καλά, έχει γερό θυμητικό!.΄΄
Θυμιατό (το)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
Εκκλησιαστικό σκεύος που στο κάτω μέρος δέχονται τα αναμμένα κάρβουνα πάνω στα οποία καίγεται το λιβάνι-θυμίαμα.
Θυμός (ο)<span class='alignright p_type'>Ουσιαστικό</span>
- Η έντονη ψυχική κατάσταση του ατόμου, που εκδηλώνεται με φωνές ύβρεις ή και βίαιες πράξεις.
- Είναι δυνατό, έχει ένταση. ΄΄ Το ξύδι που μου ΄δοκες έχει θυμό.΄΄
Υποβολή ονόματος